- θελημόν
- θελημόςwillingmasc/fem acc sgθελημόςwillingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θελημός — θελημός, όν (Α) [θέλω] 1. αυτός που θέλει, αυτός που δέχεται, ο πρόθυμος 2. ωραίος, θελκτικός («θελημόν ἄλσος», Βακχυλ.) 3. (κατά τον Φώτ.) «θελημός ἀντὶ τοῦ ἥσυχος» … Dictionary of Greek